γκαλιˬούρισμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκαλιˬούρισμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γκαλιˬούρισμα ἐνιαχ. γκαλιˬούρ’σμα Μακεδ. (Κολινδρ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. γκαλιˬουρίζω.
Σημασιολογία
Ὁ στραβισμὸς τῶν ὀφθαλμῶν. Συνών. ἀλληθωράδα, ἀλληθωριˬά, ἀλληθώριˬασμα, ἀλληθώρισμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA