γκαλίτσι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκαλίτσι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γκαλίτσι τό, Ἤπ. (’Αργυρόκ. Δρόβιαν.) καλίτσι Ἤπ. (Δρόβιαν.) γκαλίτσα ἡ, Ἤπ. (᾿Αργυρόκ. Δερβίτσ.) γκά’τσα Ἤπ. (Δρόπολ.) Μακεδ. (Βογατσ. Γαλατ. Κοζ.) γκατιˬσεˬὰ Μακεδ. (Βογατσ.) γκά’τσους ὁ, Μακεδ. (Κοζ.) γκα’τσὶ Μακεδ. (Βλάστ. Βόιον Κοζ. Κοντσ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ Σλαβ. galic = κόραξ. Ὁ τύπ. gαλίτσι ἐσφαλμένως ἐτοποθετήθη ὑπὸ τὸ λῆμμα γαϊλίτσι.Ὁ τύπ. γκά’τσα ἐκ τοῦ παραγώγου Σλαβ. galica = διάφορα εἴδη μαύρων πτηνῶν, βλ. Er. Bernecker, Slav. Etymol. Wӧrterb., 293. Ὁ τύπ. γκα’τσὶ ἴσως κατὰ τὸ πουλλί.

Σημασιολογία

1) Τὸ πτηνὸν Κολοιὸς ὁ κοινὸς (Coloeus monedula), τῆς οἰκογ. τῶν Κορακιδῶν (Corvidae) ἔνθ᾽ ἀν.: Τὰ γκα᾿-τσὰ μᾶς ἔφαγαν τὰ καλαμπούκιˬα Κοζ. Πῆραν οἱ γκά’τσες τοὺ σαπού’ π᾿ τοὺ νιρουχύτ’ Γαλατ. Συνών. γαβράνι, καλο͜ιακούδα, κάργα, κάργιˬα, καριˬά, κολο͜ιός. 2) Μεταφ., κακότυχος (ἐπὶ γυναικὸς) Ἤπ. (᾿Αργυρόκ. Δερβίτσ.): Μώρ’ γκαλίτσα! ’Αργυρόκ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/