γκαλλῖνα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκαλλῖνα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γκαλλῖνα ἡ, Ἤπ. (Κόνιτσ.) Μακεδ. (Καστορ.) γκαΐνα Στερελλ. (Περίστ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ’Ιταλ. gallina = ὄρνις, ἀλεκτορίς.
Σημασιολογία
Εἰς τὴν συνθήματ. γλῶσσαν τῶν οἰκοδόμων, ἡ ὄρνις, ἡ ἀλεκτορὶς ἔνθ’ ἀν.: Ἔχου τρεῖς γκαΐνις Στερελλ. (Περίστ.) Συνών. κακκάβα, κοσσάρα, κόττα, ὄρνιθα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA