γούβαθος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γούβαθος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γούβαθος ἐπίθ. Πόντ. (Οἰν. κ.ἀ.) - Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ συμφύρ. τῶν οὐσιατσ. γούβα καὶ βάθος.
Σημασιολογία
Πολύ βαθὺς ἔνθ᾽ ἀν.: Σκουτέλιν γούβαθον. Νερὰ γούβαθα Οἰν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA