γκάμι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκάμι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γκάμι τό, ἐνιαχ. gάμ’ Θρᾴκ. (Τσακίλ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ Τουρκ. gam = θλῖψις.

Σημασιολογία

Θλῖψις, πόνος ψυχικός: ᾿Εγὼ τέτο͜ια πράματα δὲν τὰ πιάνω gάμ’ (= δὲν μὲ στενοχωροῦν). Ἀπ’ τὸ gάμ’ τ᾿ χτίκιˬασε τὸ κορίτσ’ καὶ πέθανε. Συνών. βαρυγγώμηση 2, βαρυγγώμιˬα, βαρυκάρδιση, μαράζι, μεράκι, ντέρτι, πλήξη, σεκλέτι, στενοχώριˬα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/