βαρεˬασημώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαρεˬασημώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βαρεˬασημώνω ἀμάρτ. βαρασημώνω Ἰων. (Κρήν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. βαρεˬὰ καὶ τοῦ ρ. ἀσημώνω.
Σημασιολογία
Ἐπαργυρώνω μὲ πολὺν ἄργυρον: ᾎσμ. Γε͜ιά σου, χαρά σου, μάστορη, τίνος εἶναι τὸ μνῆμα; πές μου κιˬ ἂν εἶν’ τῆς πεθερᾶς νὰ τὸ βαρασημώσω, πές μου κιˬ ἂν εῑν' τοῦ πεθεροῦ νὰ τὸ μαλαματώσω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA