ἀσουλούπωτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσουλούπωτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀσουλούπωτος ἐπίθ. σύνηθ. ἀσ’λούπουτους βόρ. ἰδιώμ. ἀσ’λούπωτος Στερελλ (Δεσφίν.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *σουλουπωτὸς<σουλουπώνω.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ ἔχων καθόλου μορφὴν καλήν, κανονικὸν σχῆμα, ἄκομψος τὴν ἐμφάνισιν σύνηθ.: ᾿Ασουλούπωτος ἄνθρωπος-γάττος-σκύλλος κττ. Ἀσουλούπωτη γυναῖκα κττ. Ἀσουλούπωτο κορίτσι-κορμὶ-πόδι κττ. σύνηθ. Συνων ἰδ. ἐν λ. ἀγαρboκαμωμένος και ἀσκημοσούλουπος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/