γκανιˬότα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκανιˬότα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γκανιˬότα ἡ, ἐνιαχ. gανιˬότα Κέρκ. (Κάβ. Λευκίμμ.) κανιˬότα Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Γαλλικοῦ carnotte.

Σημασιολογία

Εἰς τὴν γλῶσσαν τῆς χαρτοπαιξίας, δίσκος πρὸς συλλογὴν ποσοστοῦ ἐκ τοῦ κέρδους τῶν παικτῶν ὑπὲρ τοῦ χαρτοπαικτείου ἔνθ’ ἀν.: Τόση ὥρα παίζετε ’ς τὸ μαγαζί μου καὶ δὲ βγάλατε gανιˬότα Κέρκ. (Λευκίμμ.) Συνών. βάδα 1, βαδάνι, βιδάνιˬο 1. β) Οἱοσδήποτε δίσκος περιφερόμενος διὰ συνδρομήν τινος, ὁ ἔρανος Κέρκ. (Κάβ. Λευκίμμ.): Νὰ ὑποστηρίξετε τὴ gανιˬότα, ποὺ θὰ βγῇ γιὰ τὸ φτωχὸ Λευκίμμ. Πέθανε καὶ τὸν βγάλαν μὲ gανιˬότα Κάβ. Συνών. δίσκος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/