γκάνισμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκάνισμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γκάνισμα τό, Πελοπν. (Παλαιοχ.) Σίφν. gάνισμα Ἄνδρ. Μῆλ. Νάξ. Πάρ. γκάνισμαν Λυκ. (Λιβύσσ) νgάνισμα Κάρπ. Κάσ. Κῶς (Καρδάμ.) Ρόδ. νgράνισμα Κάσ. ἀγκάνισμα Λεξ. Βάιγ. Μ. ’Εγκυκλ. ἀgάνισμα Μῆλ. ἀνgάνισμαν Κύπρ. Χίος (Πισπιλ.) ἀνgάνισμα Κάσ. ἀνgράνισμα Κάσ. ὀγάνισμα Λεξ. Περίδ. ’Ηπίτ. Μπριγκ. ὀγκάνισμαν Λυκ. (Λιβύσσ.) ὀνgάνισμα Ρόδ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. γκανίζω. Ὁ τύπ. ἀγκάνισμα καὶ εἰς Σομ.
Σημασιολογία
Γκάρισμα 1, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθ᾽ ἀν.: Εἶδεν ὁ γάαρος τὴν γαάραμ ’bὸ μακριˬὰ ’ ἤβαλεν dὰ νgανίσματα Κῶς. ᾽Γὼ γνωρίζ-ζω ’bὸ μακριˬὰ τὸγ γάαρόμ μας ’bὸ τὸ νgάνισμα Κῶς (Καρδάμ.) Ἄρχισ’ ὁ γάρος τ’ ἀνgρανίσματα Κάσ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA