βαρεˬάσιμον

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαρεˬάσιμον

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βαρεˬάσιμον τό, βαρσιμον Πόντ. (Χαλδ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. βαρεˬάζω.

Σημασιολογία

1) Ἐνόχλησις. 2) Ἀπέχθεια. 3) Ὀκνηρία. 4) Ἐγκυμοσύνη. Πβ. *βαρε͜ασία͵ *βάρε͜ασμα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/