ἀσουλφάνιˬαστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσουλφάνιˬαστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀσουλφάνιˬαστος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀσουρφάνιαστος Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *σουλφανιαστὸς<*σουλφανιάζω<σούλφανο.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ ἀπολυμανθεὶς ἢ προφυλαχφείς ἀπὸ ἀσθενειῶν διὰ καπνισμοῦ ἢ ραντίσματος θείου, ἐπὶ ἀμπέλου: Ἀμπέλι ἀσουρφάνιˬαστο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA