γουβωτὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γουβωτὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γουβωτὸς ἐπίθ. πολλαχ. γουβουτὸς Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν.) γκουβουτὸς Ἤπ. (Κόνιτσ. Κουκούλ.) Μακεδ. (Βόιον Γρεβεν. Καστορ. Κοζ. Μοσχοπόταμ.) gουβουτὸς Ἤπ. (Ἰωάνν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. γουβώνω.

Σημασιολογία

1) Ὁ κοῖλος, κοιλανθεὶς ἔνθ᾽ ἀν.: Ἔναι γουβωτὸς ὁ τόπος καὶ δὲν ξανοίγεις μακρὰ (ξανοίγεις = βλέπεις, διακρίνεις) Πελοπν. (Μάν.) Τὸ κόκκαλο αὐτὸ εἶναι γουβωτὸ Ἀθῆν. Τὰ μ᾽ψούριˬα ἦταν γκουβουτὰ κὶ χου-ματένιˬα (μ᾽ψούριˬ = εἶδος σκεύους) Μακεδ. (Μοσχοπόταμ.) 2) Κυρτὸς Ἤπ. Πελοπν. (Ἦλ.) 3) Κωνοειδὴς Ἤπ. Πελοπν. (Ἦλ.) 4) Οὐσ., βαθὺ σκεῦος, δοχεῖον Ἤπ. (Ἰωάνν.) Μακεδ. (Κοζ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/