ἀσουμπαλομάζωμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσουμπαλομάζωμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀσουμπαλομάζωμα τό, ἀμάρτ. ἀτσουbαλομάζωμα Κρήτ. (Σητ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀσούμπαλος καὶ τοῦ οὐσ. μάζωμα.

Σημασιολογία

Πληθ. πράγματα ἀκάθαρτα, τὰ ὁποῖα συλλέγει κἀνεὶς ἀπεδῶ καὶ ἀπεκεῖ: ’Σ τὸ σπίτι μου ἀτσουbαλομαζώματα δὲ θέλω, μόνο νὰ τὰ πάς ἐκε͜ιὰ ποῦ τὰ βρῆκες.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/