γκανταλεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκανταλεύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γκανταλεύω ἐνιαχ. gουdαλεύω Θεσσ. (Καλαμπάκ.) Θρᾴκ. (’Αδριανούπ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. γκανταλῶ, παρὰ τὸ ὁπ. καὶ γκουνταλῶ, κατὰ τὸ συνών. γαργαλεύω.

Σημασιολογία

Γκανταλῶ 1, τὸ ὁπ. βλ., Θεσσ. (Καλαμπάκ.): Μὴ dοὺ gουdαλεύ’ς τοὺ πιδί. Συνών. βλ. εἰς λ. γκανταλῶ 1. β) Θωπεύω ἐρωτικῶς Θεσσ. (Καλαμπάκ.): Μιˬὰ κί δυˬὸ τ’ν ἔχου gουdαλέψ’; Συνών. γκανταλῶ 1β. 2) Ψηλαφῶ, ἐρευνῶ, ζητῶ τι Θεσσ. (Καλαμπάκ.) Θρᾴκ. (᾽Αδριανούπ.) Συνών. χαρχαλεύω, ψάχνω, ψαχουλεύω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/