βαρε͜ιοκουραδάρις
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαρε͜ιοκουραδάρις
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
βαρε͜ιοκουραδάρις ὁ, βαροκουραδάρις Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. βαρὺς καὶ τοῦ οὐσ. Κουραδάρις.
Σημασιολογία
Ὁ ἔχων πολλὰ ποίμνια: ᾎσμ. Κάθουdαι δυˬὸ νοικοκυροὶ, δυˬὸ βαροκουραδάροι κιˬ ὁ--εἷς τὸν ἄλλ᾽ ἀναρωτᾷ πόσα ᾽ναι τὰ σφαχτά dου.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA