γκαρὰζ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκαρὰζ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γκαράζ τό, σύνηθ. γκαράζι πολλαχ. καρὰζ Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Γαλλ. garage = ἁμαξοστάσιον.
Σημασιολογία
Τόπος, ὅπου ἀνεφοδιάζονται, ἐπισκευάζονται ἢ φυλάσσονται αὐτοκίνητα καὶ ἄλλα τροχοφόρα ἔνθ᾽ ἀν.: Πῆγα τὸ αὐτοκίνητό μου ’ς τὸ γκαράζι γιὰ ἐπισκευὴ σύνηθ. Τὴ νύχτα τ’ ἀφίνω τ’ αὐτοκίνητο ᾿ς τὸ γκαρὰζ τοῦ γείτονα, γιˬατὶ δὲν ἔχω ἰδιόκτητο πολλαχ. Συνών. ἁμαξοστάσιο, σταθμός, συνεργεῖο, συνεργεῖο αὐτοκινήτων.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA