ἀουρὲς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀουρὲς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀουρὲς ὁ, Κρήτ. (Σητ. κ.ἀ.) Κύπρ. ἀσουρὲς Κρήτ. –Λεξ. Πρω. Δημητρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ Τουρκ. aşure.

Σημασιολογία

1) Εἶδος Τουρκικοῦ ἐδέσματος ἐκ σίτου βρασμένου, ζαχάρεως, σταφίδων καὶ καρπῶν Κρήτ. Κύπρ. –Λεξ. Πρω. Δημητρ.: Φρ. Τὸ φαεῖν ἔν᾽ τέλε͜ια ἀουρὲς (κακῶς παρεσκευασμένον) Κύπρ. 2) Μεταφ. ὁ μικρᾶς σωματικῆς ἀντοχῆς ἄνθρωπος Κρήτ. (Σητ.): Αὐτὸ dὸν ἀουρὲ ἐπῆγες νὰ βάλῃς νὰ σοῦ κάμῃ τὴ δουλε͜ιά σου, ἐσώθηκες! Συνών. χαλβᾶς.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/