γουδοτρίβω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γουδοτρίβω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γουδοτρίβω Α. Ἐφταλ., Μαζώχτρ., 44.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γουδὶ καὶ τοῦ ρ. τρίβω.

Σημασιολογία

Κονιορτοποιῶ ἐντὸς γουδιοῦ: Γουδοτρίβει κανέλες καὶ κόκκινες ζάχαρες. Συνών. γουδιˬάζω, γουδοκοπανίζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/