γκαρδιˬακὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκαρδιˬακὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γκαρδιˬακὸς ἐπίθ. ἐγκαρδιˬακὸς Κύπρ.-Α. Παπαδιαμ., Πασχαλ. διηγ., 24 Α. Προβελ., Ποιήμ. 1, 361 Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ, 2, 124 - Λεξ. Βάιγ. Περίδ. ’Ηπίτ. ἐgαρδιˬακὸς Κύθηρ. ἐγκαρτιˬακὸς Λυκ. (Λιβύσσ.) ἐνγκαρκιˬακὸς Κύπρ. γκαρδιˬακὸς σύνηθ. gαρδιˬακὸς Ἄνδρ. Θήρ. Κέως Κρήτ. (Ἅγιος Γεώργ.) Λευκ. Λῆμν. Μέγαρ. Μῆλ. Νάξ. (᾿Απύρανθ.) Πελοπν. (Κοντογόν. Κορών. Λεῦκτρ. Μάν. Οἴτυλ. Σουδεν.), gαιρδιˬακὸς Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) νgαρτακὸς Κῶς gαρδgιˬακὸς Κῶς (Κέφαλ.) γκαρτιˬακὸς Λυκ. (Λιβύσσ.) gαρκιˬακὸς Κάλυμν. ἀγκαρδιˬακὸς Βιθυν. Ἤπ. (Πάργ.) Κύπρ. Μακεδ. (Δεσκάτ.)-Χ. Χρηστοβασ., Τιμή, 16 ἀgαρδιˬακὸς Θρᾴκ. (Αἶν. Μάδυτ.) Ἰθάκ. Λῆμν. ἀνγκαρδκιˬακὸς Κύπρ. ἀνgαρδντζακὸς ’Αστυπ. ἀγκαδκιˬακὸς Κύπρ. ἀνγκαδιˬακὸς Κύπρ. ἀγκαριˬακὸς Ἤπ. ’Ικαρ. ἀγκαρκιˬακὸς Κύπρ. γκαρδικὸς Ἤπ. (Ζαγορ.) καρδιˬακὸς Βιθυν. (Παλλαδάρ. Πιστοκοχ.) Ἤπ. (Χιμάρ.) Θρᾴκ. (Αἶν. Σαμακόβ.) Κεφαλλ. (Φισκάρδ.) Κρήτ. Κύθν. (Δρυοπ.) Λέσβ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Μακεδ. (’Αρν. Δρυμ. Θεσσαλον. Καταφύγ. κ.ἀ.) Πελοπν. (Ξεχώρ.) Προπ. (Μαρμαρ.) Χίος (Βροντ. κ.ἀ.) -Λεξ. Βυζ. Μπριγκ. Βλαστ. καρδκὸς Πόντ. (Κερασ. Κρώμν. Ὄφ. Τραπ. κ.ἀ.) καρδκὸ Τσακων. (Χαβουτσ.) καρǵιˬακὸς Κῶς (Καρδάμ.) καρτιˬακὸς Λυκ. (Λιβύσσ.) καριˬακὸς Λυκ. (Λιβύσσ.) καρδεκὸς Καππ. (Φάρασ.) Λυκ. (Λιβύσσ.) Θηλ. καρδκέσσα Πόντ. (Κερασ.Τραπ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ Βυζαντ. ἐγκαρδιˬακός, παρὰ τὸ ὁπ. καὶ γκαρδιˬακὸς παρὰ Σαχλίκ., Γραφαὶ καὶ ἀφηγήσεις στ. 89 (ἔκδ. G. Wagner, σ. 81). Ὁ τύπ. ἀγκαρδιˬακὸς καὶ εἰς Βουστρών. (Κ. Σάθα, Μεσν. Βιβλιοθ. 2, 432).
Σημασιολογία
1) Πολὺ προσφιλής, ἐπιστήθιος σύνηθ.: Εἶναι φίλοι γκαρδιˬακοὶ σύνηθ. Ὁ Στρατῆς εἶναι γκαρδιˬακὸς μου φίλος κιˬ ἄλλο φίλο σὰν κιˬ αὐτὸ δὲν ἔχω Μῆλ. Ἦταν δυˬὸ φίλοι ἀγκαρδιˬακοὶ Θρᾴκ. || Γνωμ. ’Αποὺ φίλου γκαρδιˬακὸ δὲ θὰ ἰδῇς κακὸ Στερελλ. (᾽Αχυρ.) || ᾌσμ. ’Αγαπημένο μου πουλλὶ καὶ γκαρδιˬακό μου ταίρι, ὅ,τι τραυῶ γιˬὰ λόγου σου ἕνας Θεὸς τὸ ξέρει ἀγν. τόπ. ’Αγαπημένο μου πουλλὶ καὶ gαρδιˬακό μου ταίρι, γαρίφαο τσῆ ’ειτονιᾶς καὶ τῶν ὀχτρῶ μαχαίρι Νάξ. (’Απύρανθ.) Νὰ ξέρω ποῦ κοιμᾶτ’ ἀετός, ποῦ βασιλεύ’ ὁ ἥλιˬος καὶ ποῦ θερίζ’ ἡ ἀγάπη μου, ὁ γκαρδιˬακός μου φίλος Θρᾴκ. (Αὐδήμ.) ᾽Αν εἶσαι φίλος gαρδιˬακὸς τσαὶ δὲ φοβᾶσαι χάρο, δῶσι μου τὸ πακέτο σου νὰ στρίψω ’να τσιγάρο Μέγαρ. Σοῦ φέραμ’ χαιρετίσματα μαζὶ μὲ τὸ πανέρι, γ-ἡ ἀγάπη σου σοῦ τά ᾽στειλε, τὸ gαρδιˬακό σου ταίρι Λῆμν. Ἄχ, μάννα μ’, πῶς ἐπέθανες, ἄχ, μάννα καρδκέσσα (μοιρολ.) Πόντ. (Κερασ.) Ὤχ, ᾽Αφέdη μου, ὤχ, Κύριέ μου, ὤχ, γλυκύτατε κ’ ἐgαρδιˬακέ μου (ἐκ καλάνδων Λαζάρου) Κύθηρ. Συνών. ἐγκάρδιος Α1. β) Εἰλικρινής, πιστὸς πολλαχ.: Ἂν εἶσαι φίλος γκαρδιˬακός, τώρα θὰ φανῇς ’Αθῆν. Δὲ τοὺν μο͜ιάζ’ οὑ γιός τ᾽, ’κείνους ἦταν ἄθρουπους καρδιˬακὸς Βιθυν. (Πιστικοχ.) || ᾎσμ. Τσαὶ ᾿πὲ σημάδκιˬα ἀγκαρδκιˬακὰ τσ’ ἡ πόρτα νὰ σ’ ἀνοίξῃ Κύπρ. γ) Τὸ οὐδ. ὡς οὐσ., μυστικὸν, μυχία σκέψις Σ. Σκίπης, Ἁγ. Βαρβάρ., 113: Ποίημ. Δὲν καρτερῶ ἀπ᾿ τὴ Μπαρμπαριˬὰ τὸ ἀδέρφι μου γιˬὰ νά ’ρθῃ μηδὲ κι ἀπ’ τὰ μακρόνησα, νὰ πῶ τὸ γκαρδιˬακό μου 2) ’Αμφιθαλὴς υἱός, αὐτάδελφος Ἤπ. Θρᾴκ. (Σαμακόβ.) Κεφαλλ. Κρήτ. Μακεδ. (Δεσκάτ. Τσοτίλ.) Πελοπν. (Καλάβρυτ. κ.ἀ.) Πόντ. (Ὄφ. Τραπ.)-Α. Παπαδιαμ.., Πασχαλ. διηγ., 24 Ν. Πολίτ., Παροιμ., 4, 188: Ἡ μέλισσα κ᾽ ἡ σφήκα ἦταν ἀδερφάδες γκαρδιˬακὲς (ἐκ παραμυθ.) Πελοπν. Ἡ θειˬὰ Σοφούλα ἠγάπα τὰ πνευματικά της τέκνα ὡς τέκνα της ἐγκαρδιˬακά, τὰ ἐθώπευε, τὰ ἐφίλευε Α. Παπαδιαμ., ἔνθ᾽ ἀν. || ᾌσμ. Τρί’ ἀδερφάκιˬα ξέβκασι ᾿πὲ μέσα ᾿πὲ τὴν Πόλη, τὰ δυˬὸ ἤτανε καρδιˬακὰ καὶ τό ’να ἦταν ξένο Σαμακόβ. Ἄκου, παιδί μου Μαρουδιˬά, παdρεύτης ἀνερώτητα, γιˬ’ αὐτὸ θὰ σὲ σκοτώσουνε τ᾿ ἀδέρφιˬα σου τὰ gαρδιˬακὰ Πελοπν. (Μάν.) Δὲν ἔχει ἀδέρφιˬα καρδκὰ νὰ κλαῖν, νὰ τὰ θρηνοῦνται Πόντ. (Κερασ.) || Ποίημ. Σᾶς ὁρκίζω, ἀγκαλιˬασθῆτε σὰν ἀδέλφιˬα γκαρδιˬακὰ Δ. Σολωμ.., 31. ᾽Αντίθ. ἀλληλαδέρφι, ἀλληλάδερφος, ἀλληλοπρόγονο, μηλαδέρφι. β) ’Επὶ τέκνων ἢ γονέων συνήθως, γνήσιος, νόμιμος Ἤπ. Λέσβ. Μακεδ. (Καταφύγ. κ.ἀ.) Πελοπν. (Κορών. Μάν. Σουδεν.) Στερελλ. (Ὑπάτ.) - Χ. Χριστοβασ., Τιμὴ, 16: Δὲν εἶναι μάννα της gαρδιακιˬά, τὴν ἔχει καμωμένη μὲ ἄλλη γυναῖκα ὁ πατέρας της Κορών. || ᾌσμ. Ἂν εἶσι μάννα καρδιˬακή, νὰ σύρνῃς τὰ μαλλιˬά σου Λέσβ. Πρῶτα σ’ ἀφίνω ’ς τὸ Θεὸ καὶ δεύτερα ’ς τοὺς ἅγιˬους καὶ παραδευτερώτερα ’ς τὴν gαρδιακιˬά μου μάννα Σουδεν. || Ποίημ. Εἶσαι παιδί μου ἀγκαρδιˬακό, ὅσο ποὺ εἶμαι τίμιˬα Χ. Χρηστοβασ., ἔνθ’ ἀν. ᾿Αντίθ. ἀλληλοπρόγονο, προγονός. 3) Ὁ ἐκ βάθους καρδίας προερχόμενος πολλαχ. : ’Αγάπη γκαρδιˬακὴ Ἤπ. Νὰ μαζωχτῇ οὕλος ὁ κόσμος νὰ κάνῃ λιτανεία μὲ πίστη καρδιˬατσὴ Πελοπν. (Ξεχώρ.) Μοῦ ’πε δυˬὸ λόγιˬα γκαρδιˬακὰ Πελοπν. (Δάρα ᾿Αρκαδ.) || Ποιήμ. Βαρειˬὰ κατάρα γκαρδιˬακὴ Α. Προβελ., Καλόγ. Κλεισ. 3, 63 Καὶ στέναγμα ἐγκαρδιˬακὸ τ’ ὡραῖο στῆθος της σαλεύει Α. Προβελ., Ποιήμ. 1, 361. Τὰ τάματα τὰ γκαρδιˬακὰ ποὺ τὴν εἰκόνα της στολίζουν Γ. Στρατήγ., Τραγούδ. νησ., 58. 4) Κρύφιος, οἰκεῖος Κύπρ. 5) Θαρραλέος, γενναῖος Εὔβ. (Στρόπον.) Καππ. (Φάρασ.) Κρήτ. Πόντ. (Τραπ.)-Λεξ. Βυζ. Μπριγκ. Βλαστ.: Γκαρδιˬακὰ σ’λλιˬὰ ’ς τοὺν τόπου σὶ κρατοῦνι Στρόπον. Ἰένας γρόθους εἶνι, ἀλλὰ εἶνι γκαρδιˬακὸς αὐτόθ. Πολλὰ καρδκὸν κύρ᾽ ἔεις (ἔχεις πολύ θαρραλέον πατέρα) Τραπ. Καρδεκὸ φάχι (γενναῖο παλληκάρι) Φάρασ. || ᾎσμ. Γιὰ τὴ bατρίδα bιστικὸς καὶ καρδιˬακὸς στρατιώτης Κρήτ. Ἡ σημ. καὶ παρὰ Γερμ. (ἐν λ. animoso). Συνών. γκαρδιˬατιλίτης, ψυχωμένος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA