γκαρδιˬεύομαι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκαρδιˬεύομαι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γκαρδιˬεύομαι ἐνιαχ. gαρδιˬεὺομαι Ζάκ. Κεφαλλ. γκαρδεύουμι Στερελλ. (᾽Αχυρ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. γκάρδιˬος.

Σημασιολογία

1) Αἰσθάνομαι ἐγκάρδιον ἀγάπην διά τινα Ζάκ. Κεφαλλ.: Ἡ δεῖνα δὲν gαρδιˬεύτηκε αὐτὸν τὸν ἀγριάνθρωπο, ἀλλὰ τὸν παdρεύτηκε γιˬὰ νὰ ξελασπώσῃ ἀπὸ τὴ φτώχε͜ια. Κεφαλλ. Τὸ λοιπὸ τόσο τόνε gαρδιˬεύτηκε ἡ βασιλοπούλα, ποὺ πιˬάνει καὶ κάνει ἕνα χορὸ γιὰ δαύτονε (ἐκ παραμυθ.) Ζάκ. 2) Βασκαίνω, ἐξασκῶ ἐπί τινος ἐπιβλαβῆ ἐπίδρασιν ἐκ θαυμασμοῦ ἢ φθόνου Στερελλ. (᾽Αχυρ.): Μ’ γκαρδεύ’κι τοὺ βόιδ’ οὑ κιˬαρατᾶς κὶ θὰ ψουφήσ’ ἀπόψι. Κάπο͜ιους γκαρδεύ’κι τοὺ πιδί μ’ κ’ ἔπισι μὶ τοὺ κιφά’ (ἔπισι μὶ τοὺ κιφά’ = ἠσθένησε βαρέως). Συνών. βασκαίνω, βασκανίζω, ματιˬάζω, φταρμίζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/