γκάρδιˬωση
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκάρδιˬωση
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γκάρδιˬωση ἡ, (Ι) ἐνιαχ. ἐγκαρδίωση λόγ. ἐνιαχ. ἐγκαρδίουση Τσακων. ἐγκάρδιˬουση Τσακων. γκάρδιˬουση Τσακων.
Ετυμολογία
᾽Εκ τοῦ ρ. γκαρδιˬώνω (Ι).
Σημασιολογία
᾽Εμψύχωσις, ἐνθάρρυνσις ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA