γκαρίλας

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκαρίλας

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γκαρίλας ὁ, Ἤπ. (Ραδοβύζ.) Πελοπν. (Βάλτ. Γαργαλ. Κοντογόν. Μαργέλ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) γκαρίλος Πελοπν. (Σουδεν.) Θηλ. γκαρίλου Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. γκαρίλα ἐκληφθέντος ὡς θηλ. ἐπιθέτου κατὰ τὸ σχῆμα ψωρίλα-ψωρίλας ψωρίλος κττ.

Σημασιολογία

1) Ὁ φωνασκῶν Πελοπν. (Γαργαλ. Μαργέλ. Παιδεμέν. κ.ἄ.) 2) Ὁ κλαίων γοερῶς καὶ συνεχῶς ἔνθ’ ἀν.: Τί γκαρίλας εἶι αὐτός ! Αἰτωλ. Εἶι πιδὶ γκαρίλας αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/