γκαρισματιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκαρισματιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θυληκό

Τυπολογία

γκαρισματιˬὰ ἡ, ἐνιαχ. gαρισματιˬὰ Πελοπν. (Πάν.) κ.ἀ. gαρισμαθιˬὰ Νάξ. (᾽Απύρανθ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ Βυζαντ. οὐσ. ἐγκαρισματέα, διὰ τὸ ὁποῖον βλ. Διήγ. παιδιόφρ. στ. 718 (ἔκδ. Wagner σ. 166) «καὶ εἰς τὸ ἀναρρούφισμαν τῆς ἐγκαρισματέας, ὁ ὄνος ἐκατέπιεν γραφὴν τοῦ βασιλέως».

Σημασιολογία

Γκάρισμα 1, ἔνθ’ ἀν.: Μουρέ, εἶdα gαρισμαθιˬὲς εἶναι ποὺ τσὶ βγάνει ὀ ’άδαρος ! Πεινᾷ τάχατες ἢ καμμιˬὰ ᾽αδάρα ’νοιˬωσε; Νάξ. (’Απύρανθ.) Συνών εἰς λ. γκάρισμα 1. 2) Γκάρισμα 2, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθ᾽ ἀν.: ’Ακοῦς καὶ σὺ ἕνας τραουδιστής! Βγάνει κάτι gαρισμαθιˬές, ποὺ σὲ κόβγει αἷμα (ἐκ τοῦ φόβου τῆς ἀγρίας φωνῆς του) Νάξ. (’Απύρανθ.) Ὅλη νύχτα δὲ μ’ ἀφήκανε νὰ κιˬουμηθῶ οἱ gαρισματιˬὲς του Πελοπν. (Πάν.) Συνών εἰς λ. γκαρισμάρα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/