ἀσπάλαθος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσπάλαθος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀσπάλαθος ὁ. Ζακ Θήρ. (Οἴα) Ἰκαρ. Κάσ. Κρήτ. Κύθηρ. Χίος κ.ἀ. –Λεξ. Βάιγ. Αἰν. Περίδ. Ἐλευθερουδ. Βλαστ. 463 Δημητρ. ἀσπίλαθος Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κύμ. Ὄρ.) ἀσπάλιθος Πελοπν. (Μεσσ.) ἀσπάλαθας Θήρ. Θρᾴκ. Κῶς Νάξ. (Καλόξ.) Πάτμ. Ρόδ. ἀσπάλαθ-θας Ρόδ. ἀσπάλατθας Κάλυμν. Ρόδ. ἀσπόλατθας Συμ. ἀσπόλατ-τας Σύμ. ἀσπάλατας Νίσυρ. ἀσπάουθας Νάξ. (Βόθρ) ἀσπιλ-λαθ-θος Εὔβ. (Κουρ.) ἀσπάλαθρος Ἄνδρ. (Κόρθ.) Εὔβ. (Πλατανιστ.) Κέρκ. Κέως Κρήτ. Κύθηρ. Κύθν. Λέρ. Μέγαρ. Μῆλ. Σίφν. Χίος (Πυργ. Μεστ κ.ἀ.) –Λεξ. Δημητρ. ἀσφάλαθρος Πελοπν. (Λακεδ.) ἀσπαουαθρος Νάξ. ἀσπαλαθρὸς Πελοπν. (Λακων. Μάν.) ἀσπαλαθρὸς Πελοπν. (Λάκων.) ἀσπάλαθρους Σάμ. Λέσβ. ἀσπάλεθρες Σκῦρ. ἀσπάλαθρας Ἄνδρ. ’Ιων. (Κρήν.) Κέρκ. Κύθν. Μύκ. Νάξ. (Σαγκρ.) Παξ. Πελοπν. (Καλάβρυτ. Μαντίν.) Σίφν. –Λεξ. Δημητρ. ἀσπάλαρθας Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ἀσφάλαχτος Ζάκ. Μύν –Λεξ. Βλαστ 463 ἀσφαλαχτὸς Ἀθῆν. Ζάκ. Πελοπν. (Μάν.) –Λεξ. Βλαστ. 463 Δημητρ. ἀσφάλαχτας Πελοπν. (Μάν.) ἀσφέλαχτος Ἤπ. (Ἰωάνν.) Πελοπν. (Μεστ.) ἀσφελαχτὸς Κεφαλλ. –Λεξ. Δημητρ. ἀσφελεχτὸς Λεξ. Δημητρ. ἀσπάλαχτρος Πελοπν. (Μάν.) ἀσπαλαχτρὸς Πελοπν. (Λακων.) ἀσπάδαρος ΙΒενιζέλ. Παροιμ. 270, 45 ’σπάλαθος Κρήτ. Κύπρ. Πελοπν. (Γελίν.) –Λεξ. Βλαστ. 463 ’σπάλαθρος Πάρ. –Λεξ. Βλαστ. 463 ᾿σπαλαθρὸς Πελοπν. (Λακων.) ᾿σπάλαθρους Σάμ. ’σφαλαχτὸς Πελοπν. (Λεῦκτρ.) ’σφελαχτὸς Λευκ. ’ξελαφτὸς Πελοπν. (Κορινθ.) Λεξ. Βλαστ. 463 ’σφάλαχτους Εὔβ (Στρόπον.) ἀσπαλάθρα ἡ, Σίφν. -Δασ. βλάστ. δημώδ. 78 καὶ 79 –Λεξ. ’Ελευθερουδ. Δημητρ. ἀσπάλαχτη Λεξ. Βυζ. Βλαστ. 463 ἀσπάλαχτ’ Θρᾴκ. (Αἷν.) ἀσπάλαθο τό, Μέγαρ. ἀσπάλαθρο Μύκ. Παρ. (Λεῦκ. κ.ἀ.) Πελοπν. (Καρυὰ Κορινθ.) Σίφν. –Λεξ. Βλαστ. 463 ἀσπάλαθρου Λέσβ. Στερελλ. (Ἀράχ.) ἀσπάλαχτο ΚΠασαγιάνν. ἐν Παναθην. 1907 σ. 232 ἀσφέλαχτο ’Αγροτ. Λεξ. (λ. ἀσπάλαθος) ἀσφέλαχτου Στερελλ. (᾿Ακαρν.) ἀσφάλαχτο Πελοπν. (Λάκων. Λάστ. Πυρὶ) –Λεξ. Βλαστ. 463 ἀσφάλαχτρο Πελοπν. (Λάστ.) ἀσπάλιχτρο Λεξ. Ἐλευθερουδ. Δημητρ. ’σπάλαθρο ᾿Αθῆν. Σίφν. –Λεξ. Βλαστ. 463 ᾽σπάλαθρου Εὔβ. κ.ἀ. ᾿σπέλαθρο Ἀθῆν. ᾿σπάλαχτο Πελοπν. (Ἄργ. Γορτυν. Ἦλ. Ναύπλ.) ᾽σφάλαχτο Πελοπν. (Γορτυν. Λάστ.) –Λεξ. Βλαστ. 463 ᾿σφαλαχτὸ Ἤπ. (Πρέβ.) ᾽σφέλαχτο Πελοπν. (Τριφυλ.) ᾿σφελαχτὸ Ἤπ. -ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 2, 37 ᾿σπάλαχτρο Λεξ. Βλαστ. 463 ᾽σπάλαχτρου Μακεδ. (Καταφύγ.) κ.ἀ. ᾽σφάλαχτρο Πελοπν. (᾿Αργολ.) ᾿σπόλασ-σο Καλαβρ. (Μπόβ. Χωρίο Βουν.)

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἀσπάλαθος, παρ’ ὃ ἐν χειρογράφοις καὶ ἀσφάλαθος.

Σημασιολογία

1) Τὰ φυτὰ ἀσπάλαθος ὁ ὀχληρὸς (calycotome infecta) καὶ ἀσπάλαδος ὁ λαχναῖος (calycotome villosa) τοῦ γένους τοῦ ἀσπαλάθου (calycotome) τῆς τάξεως τῶν ψυχανθῶν (papillionaceae), θάμνοι ἀκανθώδεις διὰ φράκτας σύνηθ.: Φρ. Ἔκατσε ’ς τὸν ἀσφαλαχτὸ (ἦλθεν ἡ σειρά της νὰ ὑπανδρευθῇ, ἐπὶ κόρης ἀγάμου) Μάν. Πιˬάνουμαι ἀπ’ ἀσφαλαχτοὺς (ἐπὶ ἀπελπίδων) Ζάκ. Μεταξύ μας ἀσπάλαθροι θὰ φυτρώσουν (θὰ γίνωμεν ἐχθροὶ) Κέρκ. Τό ’κλεισε μὲ ἀσπάλαθρα τὸ σπίτι του (ἀπεμάκρυνε διὰ τῆς στάσεώς του καὶ αὐτοὺς τοὺς οἰκείους) Καρυὰ Κορινθ. || Παροιμ. Ὅπου δὲ bορεῖ νὰ πιαστῇ ἀπὸ τὴν ἀσπάκα πιˬάνεται ἀπὸ τὸν ἀπαλαθρὸ (ἐπὶ τῶν ἐν ἀνάγκῃ καὶ πρὸς τοὺς ἐχθροὺς καταφευγόντων) Λάκων. ‖ Γνωμ. Ὅταν ὁ ’σπάλαθρος ἀνθῇ κιˬ ὁ σπάρτος λουλουδίζῃ, τὸ μελανούρι εἶν’ παχὺ κ’ ἡ σάλπα ἀδυνατίζει Πάρ. ‖ ᾌσμ. ᾿Ασπάλαθρο ’ς τὴ γειτονιˬὰ τσαὶ κατσοφρυγανάτσι, ἀκόμα δὲ γεννήθητσες τσαὶ θές τσαὶ γυναικάτσι Πάρ. Ἔμορφα ποῦ ἐταίριˬασαν τὰ δύο ἕνα μπόϊ, ὁ ἕνας εἶν᾿ ἀσπάλαθρος κι ὁ ἄλλος ᾿χινοπόδι Λέρ. Ἄν κάμ᾽ ἡ ἀστοιβὴ δαβρὶ κιˬ ἀσπάλαθας κοντάρι, τότες κ᾿ ἐσὺ ἀνήμενε ἄντρας πῶς θὰ σὲ πάρῃ (δαβρὶ=ραβδὶ) Πάτμ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. ’Σφαλαχτὸ καὶ τοῦ ’Σφελαχτοῦ σπηλα͜ιὲς Γορτυν. Ἀσπάλαθρο Αἴγιν. Ἀσπάλαθρα Μονεμβ. ’Σπάλαθρα Πήλ. ’Σπάλαχτρα Ἄργ. Συνών. ἀσπαλαθεˬά, ἀσπαλάθι 1, ἀσπραγκαθεˬά. β) Ἡ ἄκανθα τοῦ ἀσπαλάθου ἢ ἄλλου δένδρου ἀκανθώδους Εὔβ. (Κουρ.Ὄρ.) κ.ἀ. Συνών. ἀσπαλαθότσιτα. 2) Τὸ φυτὸν λύκιον τὸ Εὐρωπαϊκὸν (lyceum Europaeum) τοῦ γένους τοῦ λυκίου (lycium) τῆς τάξεως τῶν στρυχνωδῶν (solanaceae), ἡ λευκάκανθα τοῦ Διοσκορίδου, ἡ λευκὴ ράμνος τοῦ Θεοφράστου Κρήτ. Συνών. ραμνεˬά, ράμνος. 3) Ὑπὸ τὸν τύπ. μαύρη ἀσπαλάθρα, τὸ φυτὸν ράμνος ἡ ἐλαιοειδὴς (rhamnus oleoides) καὶ ράμνος ἡ Ἑλληνικὴ (rhamnus Graeca) τοῦ γένους τῆς ράμνου (rhamnus) τῆς τάξεως τῶν ραμνωδῶν (rhamnaceae), ἡ μέλαινα ράμνος τοῦ Θεοφράστου Σίφν. –Δασ. Βλάστ. δημώδ. 78 καὶ 79 -Λεξ. Ἐλευθερουδ. Συνών. μαυραγκαθεˬά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/