γκαριστὴς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκαριστὴς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γκαριστὴς ὁ, Α. Λασκαράτ., Ποιήμ., 143 -Λεξ. Βλαστ. Δημητρ. ἀγκαριστὴς Λεξ. Γαζ. Θηλ. γκαρίστρα Α. Πάλλης Ν. Ἑστ. 16 (1934), 827.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. γκαρίζω. Ὁ τύπ. ἀγκαριστὴς παρὰ τὸ ἀγκαρίζω.

Σημασιολογία

1) ’Επὶ ὄνου, ὁ φωνασκῶν Λεξ. Γαζ. β) Μεταφ. ἐπὶ ἀνθρώπου, ὁ φωνασκῶν ἤ ὁ ὁμιλῶν ὀχληρῶς καὶ θορυβωδῶς ἔνθ᾽ ἀν.: Ποίημ. Κιˬ ὀπίσωθέ της τρέχουνε κοπάδιˬα γκαριστᾶδες, ὅλοι ζουρλοὶ ἀπὸ αἴσθημα, ὅλοι ζεστοὶ ἐραστᾶδες Α. Λασκαράτ. ἔνθ᾽ ἀν.) 2) ’Επιθετ., ἐπὶ φωνῆς ὁμοίας πρὸς τὴν τοῦ ὄνου, ὀχληρὰ Α. Πάλλη, ἔνθ᾽ ἀν.: Μὲ γκαρίστρα σὰν Πλάκας ἀηˬδόνι χαντζηκίζει λαλιˬά. Πβ. γκάρισμα 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/