γκαρλίτσα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκαρλίτσα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
γκαρλίτσα ἡ, Μακεδ. (Βέρ.) γκαρλίτσα Μακεδ. (Βλάστ. Καστορ.) γκουρλίτσα Ἤπ. (Νεβρόπ.) Μακεδ. gουρλίτσα Α. Ρουμελ. (Στενὴμαχ.) Θεσσ. (Καλαμπάκ.) γκουρλίτσα Μακεδ. (Βελβ. Βλάστ.) Στερελλ. (Φθιῶτ.) γκιρλίτσα Θρᾴκ. (Σουφλ.) -Γ. Ψάλτη, ᾿Αρρώστιες, 77 σγκουρλίτσα Μακεδ. (Βόιον) ζgουρλίτσα Μακεδ. (Λιμπίν.) γκζουρλίτσα Μακεδ. (Βλάστ.)
Ετυμολογία
Εκ τοῦ Βουλγ. gἁrlićα=κυνάγχη. Βλ. G. Meyer, Neugr. Stud. 2, 22.
Σημασιολογία
᾽Επὶ ἀνθρώπων ἢ ζῴων (χοίρων καὶ κυνῶν), πάθησις τοῦ λαιμοῦ Α. Ρουμελ. (Στενήμαχ.) Μακεδ. (Βελβ. Βλάστ. Καστορ. Κοντσ. Λιμπίν.): Γκαρλίτσα νὰ σὶ μάσῃ ! (ἀρὰ) Βλάστ. Γκαρλίτσα! (=σκασμός !) αὐτόθ. β) Πάθησις τοῦ χοίρου, κατὰ τὴν ὁποίαν παρουσιάζεται σπυρὶ ὑπὸ τὴν γλῶσσαν ἤ τὸν οὐρανίσκον Θεσσ. (Καλαμπάκ. Φωτειν.) Θρᾴκ. (Σουφλ.) Μακεδ. (Βόιον) Στερελλ. (Φθιῶτ): Κακιˬὰ γκουρλίτσα ντέ ! Φθιῶτ. γ) Αἱμορραγικὴ σηψαιμία τῶν βουβάλων, βοῶν καὶ τῶν χοίρων Γ. Ψάλτη, ἔνθ᾽ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA