γκαρνταρόμπα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκαρνταρόμπα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θυληκό

Τυπολογία

γκαρνταρόμπα ἡ, σύνηθ. gαρdαρόbα Νάξ.(’Απύρανθ.) gαρδαρόbα Λέσβ. Νάξ. (’Απύρανθ.) gαρδερόπα ’Ιθάκ. γαρδαρόμπα ’Αδραμύτ. Ἴος -Λεξ. Πρω. γαρδαρόbα Θήρ. Κεφαλλ. Κρήτ. Νάξ. γαρdαρόbα Νάξ. γαρδερόbα Ἰθάκ. καρδαρόμπα Βιθυν. (Κίος) Κύθηρ. ’Ιων. (Βουρλ.) καραόμbα Μεγίστ. βαρδορόbα Κρὴτ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ Γαλλ. garderobe=ἱματιοφυλάκιον.

Σημασιολογία

1) Ἱματιοφυλάκιον οἰκίας σύνηθ.: Βάλε ’ς τὴ γκαρνταρόμπα τὰ ροῦχα καὶ μὴν τὰ πετᾷς ἐδῶ καὶ ᾿κεῖ. Κλεῖσ’ τὴ γκαρνταρόμπα, δὲν μπορῶ νὰ τὴν βλέπω ἀνοιχτὴ σύνηθ. Ἔχει δυˬὸ gαρδερόbες μ’ ἄbιτα (=ἐνδύματα) Ἰθάκ. Ἔχει ’ς τὴ gαρδερόπα του ρεdιgότες καὶ φράκα ἕνα σωρὸ αὐτόθ. || Παροιμ. φρ. Ὅλα ὅλα, μιˬὰ βάρδα γαρδαρόbα ! (ἐπὶ ἀποκρούσεως ξένης ἀναμείξεως) Θήρ. Συνών μεσάντρα, ντουλάπα. β) Τὸ περιεχόμενον τοῦ ἱματιοφυλακίου σύνηθ.: Ἔχει πλούσια γκαρνταρόμπα (πολλὰ ἐνδύματα). Φέτος θ’ (ἀνανεώσω τὴ γκαρνταρόμπα μου σύνηθ. Συνών. ἁρμάρι 1. 2) Ἱματιοφυλάκιον προθαλάμου θεάτρου ἤ αἰθούσης χοροῦ, ὅπου παραδίδονται πρὸς φύλαξιν οἱ ἐπενδύται καὶ οἱ πῖλοι τοῦ κοινοῦ σύνηθ.: Ἄφησα τὸ παλτό μου ’ς τὴ γκαρνταρόμπα καὶ μοῦ ’δωσαν μιˬὰ μάρκα σύνηθ. β) Τὰ φύλακτρα τῆς γκαρνταρόμπας 2: Πλήρωσες γκαρνταρόμπα ’ς τὸ χορό; σύνηθ. 3) Μικρὸν ξύλινον ἔπιπλον ὑπὸ μορφὴν ἑρμαρίου τοποθετούμενον παρὰ τὴν κλίνην Κεφαλλ. Συνών. κομοδῖνο. 4) Θυλάκιον Μεγίστ.: Μετὰ ἀποὺ τὴγ καραόμπαν dης θὰ βγάλῃ κάμbοσα στραάλ-λιˬα νὰ δώτσῃ ’ς τὰ παιδιˬά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/