γκαροβαβισμένος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκαροβαβισμένος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Μετοχή
Τυπολογία
γκαροβαβισμένος μετοχ. ἀμάρτ. Θηλ. ἀγκαρουβαβ’σμέ’ Στερελλ. (’Αράχ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν ρ. γκαρίζω, παρὰ τὸ ὁπ. καὶ ἁγκαρίζω, καὶ βαβίζω.
Σημασιολογία
’Επὶ ἀρᾶς, περὶ γυνῆς τὴν ὁποίαν καταρώμεθα νὰ γκαρίσῃ καὶ βαβίσῃ, νὰ γογγύσῃ δηλ. διά τινα συμφορὰν ἢ κατὰ τὰς ἐπιθανατίους στιγμάς. Συνών. γκαρόψυχος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA