ἀσπάλακας

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσπάλακας

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀσπάλακας ὁ, Λέσβ. ἀσπάλαγκας Κῶς ἀσφάλαγκας Θρᾴκ. (Αἶν.) Λῆμν. ἀσφάλαgας Θρᾴκ. (Μάδυτ.) ἀτσβάλακας Θεσσ. (Ζαγορ.) ἀσκάλ’πας Ἴμβρ. Σαμοθρ. ἀσπέλεχας Πελοπν. (Μάν.) ἀσπελεχὸς Πελοπν. (Γέρμ.) σπέλεχας Πελοπν. (Μάν.) σφάλακας Θρᾴκ. σφάλαγκας Ἤπ. Θρᾴκ. (Περίστασ.) –Λεξ. Βυζ. σπλίχος Πελοπν. (Καρδαμ.) έλεκα Τσακων. έλεχα Τσακων.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἀσπάλαξ, παρ’ ὃ καὶ σπάλαξ καὶ μεταγν. ἀσφάλαξ καὶ σφάλαξ. Ὁ τύπ. ἀσκάλ’πας ἐκ τοῦ ἀρχ. σκάλοψ.

Σημασιολογία

1) Τὸ θηλαστικὸν ἀσπάλαξ ὁ κοινὸς (talpa Europaea) τοῦ γένους τῶν ἀσπαλακιδῶν (talpidae) τῆς τάξεως τῶν τρωκτικῶν (rodentia) Ἤπ. Θεσσ. (Ζαγορ.) Θρᾴκ. (Αἶν. Μάδυτ. Περιστασ κ.ἀ.) Ἴμβρ. Κῶς Λέσβ. Λῆμν. Σαμοθρ. –Λεξ. Βυζ.: Φρ. Νὰ κάνῃς τὴν προκοπὴ τοῦ σφάλαγγα! (ἀρὰ) Ἤπ. Συνών. ἀναβαλλούδα 1, ἀναβολέας 2, ἀσπαλάκι, τυφλοπόντικος, χαμώρυγας. 2) Τὸ θηλαστικὸν σκίουρος ὁ κοινὸς (sciurus communis) τοῦ γένους τῶν σκιουριδῶν (sciuridae) τῆς τάξεως τῶν τρωκτικῶν (rodentia) Πελοπν. (Γέρμ. Καρδαμ. Μάν.) Τσακων. Συνών. βερβερίτσα. 3 ) Ἡ νόσος χοιράδες Θρᾴκ. (Αἶν.) Συνών. χελῶνες.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/