βαρέλλα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαρέλλα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βαρέλλα ἡ, σύνηθ. βαλλέρα Ἤπ.
Ετυμολογία
Μεγεθ. τοῦ οὐσ. βαρέλλι.
Σημασιολογία
1) Μέγα βυτίον διαφόρου ἑκασταχοῦ χωρητικότητος χρησιμοποιούμενον ὡς μέτρον ὑγρῶν σύνηθ.: Ἔγινε ἢ εἶναι σὰν βαρέλλα (ἐπὶ ἀνθρώπου ὀγκώδους). Συνων. βαγένα 1, βουτσί. Πβ. βαρελλάρα. β) Μετων. ἄνθρωπος παχύσαρκος, ὸγκώδης σύνηθ. 2) Βαρέλλι 2, ὃ ἰδ., Πελοπν. (Μάν.) 3) Ξύλινον βυτίον εἰς τὸ ὁποῖον θέτουν τὸ πρὸς ἄλεσιν κριθάρι ἢ σιτάρι Κύθν. 4) Ὑδρία Ἤπ. Πελοπν. (Λάστ.) 5) Σπέρμα χόρτου τινὸς Σύμ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA