γκαρόψυχος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκαρόψυχος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γκαρόψυχος ἐπίθ. Πελοπν. (’Αρκαδ. Βάλτ. Βερεστ. Βούτσ. Γαργαλ. Δίβρ. Κοντογόν. Μαργέλ. Μηλιώτ. Ποταμ. Πυλ. Συκιὰ Κορινθ. κ.ἀ.) γκαρόψ’χος Στερελλ. (Δεσφ.) γκαρόψ’χους Στερελλ. (Περίστ.)

Ετυμολογία

’Εκ τοῦ ρ. γκαρίζω καὶ τοῦ οὐσ. ψυχή.

Σημασιολογία

’Επὶ γερόντων, ὁ ἐκ τῶν ἐπιθανατίων βασάνων κραυγάζων ἔνθ’ ἀν.: Μοῦ πῆρ’ τὸ χωράφ’ ὁ γκαρόψυχος ! Κοντά τ᾿ ἤθελε νὰ παρ’ τὸ χῶμα; (γκαρόψυχος=ποὺ εἴθε νὰ γκαρίξῃ, ὅταν ἔλθῃ ἡ ὥρα τοῦ θανάτου του) Στερελλ. (Δεσφ.) Ὅσο ἤτανε κείνη ἡ γκαρόψυχη ἡ γριˬά, δὲν ἄφινε λίθι ᾽πὶ λίθι (ἤτανε=ἔζη, λίθι ’πὶ λίθι=λίθον ἐπὶ λίθου) Πελοπν. (Βερεστ.) Νὰ χαθῇς, γκαρόψυχη ! Πελοπν. (’Αρκαδ.) Συνών. γκαροβαβισμένος. Πβ. σκατόψυχος,

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/