ἀσπασμὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσπασμὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀσπασμὸς ὁ, λόγ. κοιν.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἀσπασμός.
Σημασιολογία
1) Φίλημα, προσκύνημα, ἐπὶ εἰκόνων ἁγίων ἢ νεκροῦ: Δίνω τὸν τελευταῖο ἀσπασμὸ ᾿ς τὸ νεκρὸ ἢ ᾿ς τὸ λείψανο (ἐκ τῆς ἐκκλησιαστικῆς φρ. «δεῦτε τελευταῖον ἀσπασμὸν δῶμεν κτλ.» Συνών. ἀνασπασμα (ΙΙ), ἀνασπασμός. 2) Πρόσρησις, χαιρετισμός: Πρόσφερε τοὺς ἀσπασμούς μου ’ς τὸν δεῖνα. Ἔχεις ἀσπασμοὺς ἀπ’ ὅλους. Τοὺς ἀσπασμοὺς μου (ἐνν. δέξου ἢ λάβε). Συνών. προσκύνημα, χαιρετισμός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA