γκαφατζῆς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκαφατζῆς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γκαφατζῆς ὁ, σύνηθ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. γκάφα καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -τζῆς.
Σημασιολογία
Γκαφαδόρος, τὸ ὁπ. βλ.: Ὁ δεῖνα δὲν εἶναι μόνο ρέμπελος, ἀλλὰ καὶ μεγάλος γκαφατζῆς σύνηθ. Σωστό ! συμφώνησε ὁ γκαφατζῆς. ᾿Εγὼ ποὺ τὸ εἶπα, δὲν ἐπρόσεξα καλὰ Γ. Ξενόπ., Κόσμος, 138. Γέλασαν ὅλοι, ἐνῶ ἐγώ, σὰ γεννημένος γκαφατζῆς ποὺ εἶμαι, χασμουρήθηκα Α. Τραυλαντ. εἰς Ν. Ἑστ. 20 (1936), 1007. Συνών. γκαφαδόρος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA