ἄσπαστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄσπαστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄσπαστος ἐπίθ. σύνηθ. ἄσπαστους βόρ. ἰδιώμ. ἄσπαγος ἐνιαχ. ἄσπαους Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. σπαστός.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ θραυσθείς, ἄθραυστος, ἀρραγής, ἢ ὁ μὴ δυνάμενος νὰ θραυσθῇ ἔνθ’ ἀν.: Ἄσπαστος βῶλος. Ἄσπαστη πέτρα. Ἀμύγδαλα-καρύδιˬα ἄσπαστα. Ποτήρι ἄσπαστο. Κλαδιˬὰ ἄσπαστα σύνηθ. Συνών. ἀτσάκιστος. 2) Ὁ μὴ παθὼν σπάσιμο, ὁ μὴ ἔχων κήλην Λεξ. Δημητρ. 3) Ἀδιακόρευτος πολλαχ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA