γκεβεζελεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκεβεζελεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γκεβεζελεύω ἀμάρτ, κεβεζελεύω Πόντ. (Κοτύωρ.) κβζλεύω Πόντ. (Χαλδ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ Τουρκ. gevezeletmek=φλυαρῶ.
Σημασιολογία
Φλυαρῶ ἔνθ’ ἀν.: Τὴ δουλεία σ’ τέρε, μὴ κεβεζελεύ’ς (κοίτα τὴ δουλειά σου, μὴ φλυαρῆς) Κοτύωρ. Δουλείαν ’κὶ ἔ᾽ καὶ κάθεται καὶ κβζλεύ’ (δὲν ἔχει ἐργασίαν καὶ διὰ τοῦτο κάθεται καὶ φλυαρεῖ) Χαλδ. Συνών. ἀερολογῶ, γλωσσοκοπανῶ, μωρολογῶ, πολυλογῶ, πολυμιλῶ, τσαμπουνῶ, φαφλατίζω, φλυαρῶ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA