βάρεμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βάρεμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βάρεμα τό, (ΙΙ) βάρημα πολλαχ. βάρεμα σύνηθ. βάριμα βόρ. ἰδιώμ. βάριμαν Λυκ. (Λιβύσσ.) βάρ’μα Θήρ. βάρισμα Κρήτ. - Λεξ. Μπριγκ. βάρ'σμα Μύκ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. βαρώ, παρ’ ὃ καὶ βαρίζω.
Σημασιολογία
1) Τὸ νὰ κτυπήσῃ τις, κτύπημα σύνηθ.: Βάρεμα ἀλαφρὸ-γιερὸ-δυνατὸ κττ. Συνών. βαρεματεˬὰ 1, βαρεσιˬὰ 1, χτύπημα. 2) Μικρὰ ἐντομὴ εἰς τὸν κορμὸν τοῦ πεύκου πρὸς ἐκροὴν τῆς ρητίνης Πγενναδ. Ἑλλην. γεωργ. 11, 152. Συνών. τρύπημα. 3) Φωλεὰ πτηνῶν (κυρίως καταφύγιον εἰς κοιλώματα δένδρων) Β. Εὔβ. 4) Τὸ νὰ χρίῃ τις οἷον μὲ διάλυσιν ἐρυθροῦ ἀργιλλώδους χώματος πατώματα καὶ τοίχους οἰκίας κττ. Μακεδ. (Χαλκιδ.) 5) Διάρροια Μεγίστ. Φρ. Πάει βάρεμα (πάσχει ἀπὸ εὐκοιλιότητα). 6) Μεταφ. ἡ ὥρα καθ’ ἣν ἀνατέλλει ὁ ἥλιος Πέλοπν. (Γέρμ. Μάν.) Σῦρ κ.ἀ.: Τὸ βάρεμα τοῦ ἥλιˬου. Συνών. ἀνατολὴ 1, ἀντίθ. δύσι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA