βαρένω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαρένω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βαρένω, βαρύνω Κύπρ. Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ.) βαρένω σύνηθ. καὶ Πόντ. (Οἰν.) βαρένου βόρ. ἰδιώμ. καὶ Τσακων. βαιˬένου Σαμοθρ. Μέσ. βαρύνομαι λόγ. σύνηθ. βαρύνουμαι Πόντ. (Κερασ.) βαρύνουμι Θρᾴκ. (Αἶν.) κ.ἀ. βαρύνουμ’ Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Μετοχ. βαρεμένος σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ.) ἀβαρεμένος Κρήτ. βαρυμένος Σίφν. βαρυμένους Θεσσ. βαρ’μένους Θεσσ. Στερελλ. (Ἀκαρναν.) βαρούμενος Λεξ. Βλαστ. 392. Θηλ. βαρμένισσα Πόντ. (Κερασ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. βαρύνω Τὸ βαρμένισσα ἀντὶ βαρεμένισσα κατ’ ἐπίδρασιν τοῦ συνων. βαρσμένισσα, δι’ ὃ ἰδ. βαρεˬάζω. Ἡ μετοχ. βαρεμένος συμπίπτει καὶ μὲ τὴν μετοχ. τοῦ ρ. βαρῶ, ὃ ἰδ.

Σημασιολογία

Α) Ἐνεργ. 1) Κάμνω τι βαρὺ Μακεδ. (Βογατσ.) Πόντ. (Κερασ. Χαλδ.) Τσακων. Καὶ ἀμτβ. γίνομαι βαρὺς ἢ βαρύτερος σύνηθ. καὶ Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.): Βάρυναν τὰ κάρβουνα, γιˬατὶ βράχηκαν. Βάρυνα ἀρκετὲς ὀκάδες σύνηθ. Ἐβάρυνεν τὸ γομάρ’ κιˬ ἄλλο 'κ’ ἔσωξεν ἀ τ᾿ ἄλογον (ἔγινε βαρύτερον τὸ φορτίον καὶ δὲν ἠμπόρεσε πλέον νὰ τὸ σηκώσῃ τὸ ἄλογον) Χαλδ. || Φρ. Ἡ δεῖνα βάρυνε πολὺ (ἐπροχώρησε πολὺ ἡ ἐγκυμοσύνη της) σύνηθ. Ἐβάρυνε ἡ κοιλιˬά τζη (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Κρήτ. Ἡ δεῖνα ἐβάρυνε πεˬὸ (εἶναι ἕτοιμη νὰ γεννήσῃ) Θήρ. Διὰ τὰς φρ. ταύτας πβ. Λουκιαν Μισθ. συνόντ. 34 «βαρύνεται... τὴν γαστέρα καὶ σχεδὸν ἐπίτεξ ἐστίν» β) Ἔχω βάρος σύνηθ.: Τὸ πρᾶμ’ αὐτὸ βαρένει σὰ μολύβι. γ) Μεταφ. ἔχω βάρος ἠθικόν, λαμβάνομαι ὑπ᾿ ὄψιν διὰ τὴν ἀξίαν μου σύνηθ.: Βαρένει ἡ γνώμη τοῦ δεῖνα σύνηθ. Βαρέ’ οὑ δεῖνα Στερελλ. (Ἀράχ.) Πρέπει καὶ τὰ δυˬὸ νὰ ταιριˬάσουν καὶ νὰ καλοταιριˬάσουν, γιˬατὶ καὶ τὰ δυˬὸ βαρένουνε τὸ ἴδιο ΚΠαλαμ. Τρισεύγ. 48. 2) Ἐπιβαρύνω τι σύνηθ.: Τρώει πολὺ καὶ βαρένει τὸ στομάχι του. Μὲ βάρυνε τὸ φαεῖ. Τὴν βαρένει τὸ παιδὶ ποῦ ἔχει ’ς τὴν κοιλιˬά της. β) Προξενῶ βάρος, πιέζω, θλίβω σύνηθ.: Τὸ φορτίο βαρένει τ’ ἄλογο. γ) Μεταφ. κάμνω τινὰ νὰ δυσανασχετῇ, στενοχωρῶ, ἐνοχλῶ σύνηθ.: Ἄν σὲ βαρένω, νὰ φύγω. Τὸν βαρένει κάθε τόσο ζητῶντας χρήματα. Καὶ ἀμτβ. δυσανασχετῶ, δυσφορῶ σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ.): Βάρυνε ἡ καρδιˬά μου - ἡ ψυχή μου σύνηθ. Ἡ καρδία μου ἐβάρυνεν ἀσ' ἀτὸν (ἀπ' αὐτόν, ἐξ αἰτίας του) Κερασ. 3) Κάμνω τι βαρύ, δυσκίνητον σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ.): Μὲ βαρένουν τὰ γερατε͜ιά μου - τὰ γόνατά μου κττ. Τὸν βάρυνε ἡ ἀρρώστιˬα σύνηθ. Τό κακαδίκιν ἐβάρυνεν ἀτον (κακαδίκιν = ἀσθένεια) Κερασ. Καὶ ἀμτβ. γίνομαι βαρύς, δυσκίνητος σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ.): Βάρυναν τὰ γόνατά μου - τὰ πόδιˬα μου σύνηθ. Διὰ τὴν χρῆσιν πβ.Ὁμ. Ι165 «γυῖα βαρύνεται». β) Σκληρύνομαι Στερελλ. (Ἀκαρναν.): Βάρινι τοὺ χουράφ' (δυσκόλως ὀργώνεται). 4) Καθιστῶ τινὰ ἔγκυον Κρήτ.: Ἐβάρυνέ dηνε κ' ὕστερα δὲν ἤθελε νὰ τὴ bάρῃ. Ἐβαρέθηκε ἡ δεῖνα. Συνών. γγαστρώνω, φορτώνω, φουσκώνω 5) Γίνομαι χειρότερος, ἐπιδεινοῦμαι, συνήθως ἐπὶ νόσου καὶ νοσοῦντος σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ.): Βάρυνε ὁ ἄρρωστος. Βάρυνε ἡ ἀρρώστιˬα σύνηθ. Ὁ κακᾶς ἐβάρυνεν (κακᾶς = ἄρρωστος) Κερασ. Βάρυν’ ἡ δ᾽λειˬὰ Μακεδ. β) Αἰσθάνομαι βάρος νοσηρὸν Μακεδ. (Ἀρν.): Πουλλὴ ζέστα, βάρυνι τοὺ κιφάλι μ᾽. γ) Κινδυνεύω Θρᾴκ.: ᾎσμ. Ἦρθι κιρὸς κιˬ ἀρρώστησι, βαρένει νὰ πιθάνῃ. δ) Ἀρχίζω νὰ ἀναδίδω δυσοσμίαν ἕνεκα ἀποσυνθέσεως Πόντ. (Οἰν.): Τ’ ὀψάριν ἐβάρυνεν. 6) Κλίνω πρός τινα κατεύθυνσιν ἕνεκα τοῦ βάρους, ρέπω σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ.): Βαρένει ἡ ζυγαριˬὰ ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος. Τὰ κλήματα βαρένουν ἀπὸ τὰ σταφύλιˬα. Βαρένουν τὰ κλωνιˬὰ ἀπὸ τὸν καρπό. Βαρένει ἡ βάρκα ἀπὸ τὴ μιˬὰ μερεˬά. Τὸ παραφόρτωσε ἀπὸ τὴ μιˬὰ μερεˬὰ τὸ μουλάρι καὶ βαρένει. 7) Κτυπῶ, κρούω Θεσσ. Μακεδ. (Βλάστ. Χαλκιδ.) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) κ.ἀ.: Φρ. Μὶ βαρέ’ τοὺ μάτ’ (προγνωστικὸν γεγονότος τινὸς) Βλάστ. 8) Χρίω, ἐπιχρίω, ἐπαλείφω οἷον μὲ διάλυσιν ἀργιλλώδους ἐρυθρᾶς γῆς τοίχους, πατώματα κττ. Μακεδ.: Βαρένου τοὺ δουξᾶτου. 9) Ἀνατέλλω Μακεδ. (Σιάτ.) Πελοπν. (Μάν.): Ὁ ἥλιˬος βαρένει Μάν. 10) Προσπαθῶ Μακεδ. (Βλάστ.): Βαρένου νὰ θρέψου τὰ πιδιˬά μ᾽. Β) Μέσ. 1) Αἰσθάνομαι ὄκνον νὰ πράξω τι, βαρύνομαι σύνηθ.: Βαρύνομαι νὰ πάω-νὰ ντυθῶ κττ. σύνηθ. Ἀβαρέμα νὰ ζάου (ἐβαρέθηκα νὰ πάω) Τσακων. || Φρ. Δὲ βαρύνεσαι! (ἀποτροπὴ ἀπὸ πρᾶξίν τινα) πολλαχ. 2) Αἰσθάνομαι ἄχθος, στενοχωροῦμαι ὑπό τινος πολλαχ: Βαρύνομαι τοὶς δουλε͜ιὲς - τοὶς φωνὲς κττ. Βαρύνομαι νὰ κάθωμαι. Γ) Μετοχ. 1) Θηλ. βαρεμένη, ἔγκυος σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ.): ᾎσμ. Μιˬὰ 'Εβρα͜ιοπούλλα θέριζε κ' ἤτανε βαρυμένη, ὧρες ὧρες ἐθέριζε κιˬ ὧρες ἐκοιλοπόνα καὶ ᾿ς τὸ δεμάτ’ ἀκκούμπησε χρυσὸν υἱόν νὰ κάμῃ Θεσσ. (Ὄλυμπ.) Συνών. ἀποβαρυμένη (ἰδ. ἀποβαρένω), βαροκοιλιˬασμένη (ἰδ. βαρε͜ιοκοιλιˬασμένος), βαρε͜ιωμένη (ἰδ. *βαρε͜ιώνω) βαρετὴ (ἰδ. βαρετὸς <Ι> Α3), βαρ᾽γωμισμένη (ἰδ. βαρυγγωμῶ), βαρε͜ιὰ (ἰδ. βαρύς), γγαστρωμένη (ἰδ. γγαστρώνω), φορτωμένη (ἰδ. φορτώνω), φουσκωμένη (ἰδ. φουσκώνω). 2) Στενοχωρημένος Σίφν. κ,ἀ.: Ἡ καρδιˬά μου εἶναι πολὺ βαρυμένη Σίφν. 3) Δυσηρεστημένος Πόντ. (Κερασ.): Βαρεμένος εἶμαι ἀσ’ σὸν δεῖνα. Βαρεμένον ἔν’ ἡ καρδία μ᾿ ἀσ’ σὸν δεῖνα. Ἡ σημ. καὶ παρὰ Βλάχ. 4) Ὀχληρὸς Σύμ. Πβ. βαρεˬάζω, βαρῶ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/