βαρεˬοκαταροῦσα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαρεˬοκαταροῦσα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

βαρεˬοκαταροῦσα ἐπίθ. θηλ. Κάρπ. Κεφαλλ. Κυκλ. βαρυκαταροῦσα Κάρπ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. βαρεˬοκαταρε͜ιέμαι καὶ τῆς καταλ. -οῦσα.

Σημασιολογία

Τὸ βαρυκαταροῦσα κατὰ τὰ ἐκ τοῦ βαρυ- σύνθετα. Ἡ βαρέως καταρωμένη, ἡ ἐκφέρουσα βαρείας κατάρας ἔνθ’ ἀν.: ᾎσμ. Νὰ πῆτε τῆς μαννούλλας μου τῆς βαρεˬοκαταρούσας ὁποὺ μὲ καταράστηκε τοῦτα τὰ τριˬὰ Σαββάτα Κεφαλλ. Ἐπάρετε τὰ ροῦχα μου, μαζὶ καὶ τ’ ἄρματά μου καὶ δότε τα τῆς μάννας μου τῆς βαρυκαταρούσας Κάρπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/