βαρεˬοκλαηˬμένος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαρεˬοκλαηˬμένος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
βαρεˬοκλαηˬμένος ἐπίθ. ἀμάρτ. βαροκλαηˬμένος Κρήτ. βαρεˬακλαιμένος Καππ. (Σίλατ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. βαρεˬὰ καὶ τοῦ κλαηˬμένος μετοχ. τοῦ ρ. κλαίω.
Σημασιολογία
Ὁ κλαίων πολύ, ὁ κλαίων περιαλγῶς: ᾎσμ. ᾿Dά ’χετε, θυγατέρες μου, κ’ εἶστε βαροκλαηˬμένες κ᾿ ἡ μιˬὰ ᾿ς τσ᾿ ἄλλης τὰ γόνατα εἶστ’ ἀποκκουbισμένες; Κρήτ. Τί κλαίς, τί κλαίς, μαννίτσα μου, κ’ εἶσαι βαρεˬακλαιμένη; Σίλατ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA