βαρεˬοκλειδωμένος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαρεˬοκλειδωμένος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
βαρεˬοκλειδωμένος ἐπίθ. ἀμάρτ. βαροκλειδωμένος Σύμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. βαρεˬὰ καὶ τοῦ κλειδωμένος μετοχ. τοῦ ρ. κλειδώνω.
Σημασιολογία
Ὁ κλεισμένος καλῶς μὲ κλειδιά: ᾎσμ. Καλῶς τὸ σεντουκάκι μου τὸ βαροκλειδωμένο, ποῦ πῆα κ’ ἦρτα ἀφ᾽ τὴ Σουριˬὰ κ᾽ ηὗρα το κλειδωμένο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA