βαρεˬοκοιμᾶμαι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαρεˬοκοιμᾶμαι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βαρεˬοκοιμᾶμαι, βαρυκοιμῶμαι Κεφαλλ. βαρυκοιμοῦμαι Κεφαλλ. Κρήτ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) κ.ἀ. βαρυκοιμᾶμαι Νίσυρ. Πελοπν. (Αἴγ. Οἰν.) κ.ἀ. βαρεˬοκοιμοῦμαι Πελοπν. (Ἀρκαδ.) κ.ἀ. βαρεˬου’μοῦμι Μακεδ. (Σισάν.) κ.ἀ. βαρεˬαγκοιμᾶμι Μακεδ. (Καλόχ.) βαρεˬοκοιμᾶμαι σύνηθ. βαρεˬοκιˬουμᾶμαι Πελοπν. (Μάν.) βαροκοιμᾶμαι Κρήτ. βαρο’μᾶμαι Θρᾴκ. (Καλλίπ.) βαρου’μᾶμι Σάμ. βαροτσοιμοῦμαι Μύκ. βαρεˬουτσ᾿μοῦμι Λέσβ. Μετοχ. βαρεˬοκοιμισμένος Ἰων. (Σόκ.) κ.ἀ. βαροκοιμισμένος Ἄνδρ. κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. βαρεˬὰ καὶ τοῦ ρ. κοιμᾶμαι.
Σημασιολογία
Κοιμῶμαι βαθέως ἔνθ’ ἀν.: ᾎσμ. Γιˬὰ σήκου σήκου, δέσποτα, καὶ μὴ βαρεˬοκοιμᾶσαι, οἱ ἐκκλησιˬὲς ἐσήμαναν, τὰ μαναστήρια ψάλλουν Ἤπ. Ἐλᾶτε, πάπιˬες μ', ἀπ᾿ τὴ Χιˬὸ καὶ χῆνες μ᾿, ἀπ᾿ τὴν Πόλι ἐσεῖς μὲ τὴ φωνίτσα σας κ’ ἐμεῖς μὲ τὴ λαλιˬά μας ἴσως καὶ τὴν ξυπνήσωμε τὴ βαρεˬοκοιμισμένη (μοιρολ.) Σόκ. Ἀντίθ. ἀλαφροκοιμοῦμαι, λαγοκοιμᾶμαι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA