βαρεˬολερωμένος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαρεˬολερωμένος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
βαρεˬολερωμένος ἐπίθ. Ρόδ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. βαρεˬὰ καὶ τοῦ λερωμένος μετοχ. τοῦ ρ. λερώνω.
Σημασιολογία
Ὁ καθ’ ὑπερβολὴν λερωμένος: ᾎσμ. Νὰ πλύνουν καὶ τὰ ροῦχα τους τὰ βαρεˬολερωμένα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA