βαρετὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαρετὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
βαρετὸς ἐπίθ. (ΙΙ) Πελοπν. (Καλάβρυτ. Μαντίν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. βαρῶ.
Σημασιολογία
1) Εἰς τὴν φρ. βαρετὀ τόπι, παιδιὰ καθ’ ἣν οἱ παῖκται διαιροῦνται εἰς δύο ὁμάδας καὶ ἡ μὲν μία τοποθετεῖται εἰς τὸ λεγόμενον καστίρι (σωρὸς λίθων), ἡ δὲ ἄλλη εἰς ἁπόστασίν τινα καὶ προσπαθεῖ νὰ συλλάβῃ εἰς τὸν ἀέρα τὸ ὑπὸ τῆς πρώτης ὁμάδος ριπτόμενον τόπι καὶ μὲ αὐτὸ ριπτόμενον νὰ ἐπιτύχῃ τὸ καστίρι Πελοπν. (Καλάβρυτ.) 2) Ουδ βαρετό οὐσ., παιδιὰ καθ’ ἣν σχηματίζεται κύκλος ὑπὸ πολλῶν παικτῶν, εἷς δὲ μένων ἐκτὸς αὐτοῦ καὶ περιερχόμενος αὐτὸν κτυπᾷ ἕνα οἰονδήποτε. Οὗτος ὑποχρεοῦται ἐξερχόμενος τοῦ κύκλου νὰ τρέξῃ κατ’ ἀντίθετον πρὸς τὸν κτυπήσαντα διεύθυνσιν, προσπαθοῦν δὲ ἀμφότεροι νὰ καταλάβουν τὴν κενωθεῖσαν θέσιν. Ὁ ἀποτυγχάνων ὑποχρεοῦται νὰ ἐπαναλάβῃ τὸ ἴδιον Πελοπν. (Μαντίν.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA