βαρκαδῶρος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαρκαδῶρος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

βαρκαδῶρος ὁ, Πελοπν. (Κορινθ. Μάν.) κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. βάρκα καὶ τῆς καταλ. -δῶρος.

Σημασιολογία

Λεμβοῦχος ἔνθ’ ἀν.: Ἔμαθε καὶ γυρίζει ’ς τοὶς ταβέρνες σὰ dοὺς βαρκαδώρους Μάν. Συνών. βαρκάρις 1, βαρκολόγος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/