ἀντίξομπλο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντίξομπλο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀντίξομπλο τό, ἀμάρτ. ἀdίξοbλο Μέγαρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀντὶ καὶ τοῦ οὐσ. ξόμπλι.
Σημασιολογία
1) Ἀντίγραφον τοῦ ξομπλιˬοῦ, τοῦ ποικίλματος. 2) Μεταφ. ἀντίτυπον, πανομοιότυπον: ᾿Ο γιˬὸς εἶναι ἀdίξοbλο τοῦ πατέρα. Πβ. ἀντιμάννα, ἀντιπατέρας, ἀντίσκαστος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA