ἀντίξυλο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντίξυλο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀντίξυλο τό, Πελοπν. (Λακων.) ἀdίξυλο Κεφαλλ. Κρήτ. (Βιάνν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀντὶ καὶ. τοῦ οὐσ. ξύλο.

Σημασιολογία

1) Ξυλοκόπημα ἰσχυρόν, μαστίγωσις, συνήθως μετὰ τῆς λ. ξύλο Πελοπν. (Λακων.): Ἔφαγε ξύλο κιˬ ἀντίξυλο. Τὄδωσε ξύλο κιˬ ἀντίξυλο. 2) Ἡ ἐκ κτυπήματος προερχομένη ἀνάκλασις, οἷον λίθου, σφαίρας κττ. Κεφαλλ. 3) Μεταφ. ἐμπόδιον, κώλυμα Κρήτ. (Βιάνν.): Βάνει ἀdίξυλο καὶ δὲ μὲ ’φίνει ν᾽ ἀγοράσω τὸ περβόλι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/