ἀντιπαλιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντιπαλιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀντιπαλιˬάζω Κύπρ. (Γερμασ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀντίπαλος.

Σημασιολογία

1) Παλαίω, ἀγωνίζομαι κατά τινος ἰσχυρῶς, ἐρίζω: ᾿Εν ἠξέρω εἶντα τοῦ ’καμαν, ἔφυα τ’ ἄφηκά τους ν᾿ ἀντιπαλιˬάζουν ἢ ν᾽ ἀντιπαλιˬάζουνται Γερμας. 2) Ἐναντιοῦμαι, ἀντιτείνω Κύπρ. : Μὲν ἀντιπαλιˬάζῃς πολλά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/