ἀντίπασχα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντίπασχα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀντίπασχα τό, Θρᾴκ. (Αἶν.) Σύμ. ἀντίπασχο Πελοπν. (Οἰν.) Γεν. τ’ ἀντιπάσχου Ρόδ. τ᾽ ἀντιπάσκου Σύμ.
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. οὐσ. ἀντίπασχα. Ἡ κατὰ γενικ. ἐκφορὰ κατ᾽ ἀναλογ. ἄλλων ἑορτῶν, τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Σταυροῦ κττ.
Σημασιολογία
1) Ἡ ἀπόδοσις τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα, ἡ Κυριακὴ τοῦ Θωμᾶ Θρᾴκ. (Αἶν.) Ρόδ. Σύμ.: Παροιμ. Τ᾽ ἀντιπάσκου τὴν Δευτέραν | μηὲ κλωστὴν εἰς τὴν βολόναν (κατὰ τὴν ἡμέραν ταύτην τηρεῖται ἀπόλυτος ἀργία) Σύμ. Τ’ ἀντιπάσχου τὴ Δευτέρα μηὲ ράμμα ’ς τὴ βελόνα (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Ρόδ. Συνών. ἀντίλαμπρα 1. 2) Ὁ ἐσπερινὸς τῆς ἡμέρας τοῦ Πάσχα, ἡ ἀγάπη Πελοπν. (Οἰν.): Ἡ μεγάλη καμπάνα τοῦ χωριˬοῦ καλοῦσε τοὺς Χριστιανοὺς ’ς τὸ ἀντίˬπασχο γιὰ νὰ γεˬορτάσουν τὴν ἀγάπη. Συνών. ἀγάπη 6.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA