ἀντιπιθεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντιπιθεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀντιπιθεύω Πελοπν. (Μάν.) Σῦρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀντὶ καὶ τοῦ ρ. πιθεύω, περὶ οὗ ἰδ. ΒΦάβην ἐν Ἀθηνᾷ 29 (1917) Λεξικογρ. Ἀρχ. 44 κἑξ.
Σημασιολογία
Ἐναντιοῦμαι διὰ λόγων, ἀντιλέγω ἐπιμόνως: Αὐτὸ τὸ παιδὶ ὅλο μ᾿ ἀντιπιθεύει Μάν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀντιμιλῶ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA