ἀντίπιστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντίπιστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀντίπιστος ἐπίθ. Πόντ. (Κερασ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀντὶ καὶ τοῦ οὐσ. πίστι.

Σημασιολογία

Ὁ ἐναντιούμενος εἰς τὴν πίστιν, εἰς τὴν χριστιανικὴν θρησκείαν, συνήθως εἰς τὴν φρ.: Τὸν ἀντίπιστο σ᾽! (τῆς φρ. προηγεῖται τὸ αἰσχρᾶς σημ. ρῆμα). Συνών. ἀντίθεος 1, ἀντίχριστος, ἄπιστος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/